Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ


web statistics



Υπό  του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αντινόηςκ.κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ

Χαίρεται σήµερα, η Αγία του Χριστού Εκκλησία καθώς εορτάζει την Σύλληψη της προµήτορος του Χριστού και µητέρας της Υπεραγίας Δεσποί¬νης ηµών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, της Αγίας Άννης. Η Αγία Άννα καταγόταν από τη φυλή του Δαβίδ και ήταν κόρη του Ματθάν του ιερέα και της Μαρίας. Ο Ματθάν ιεράτευσε κατά τους χρόνους της Κλεοπάτρας βασί¬λισσας της Αιγύπτου και του Σαπώρου βασιλέα των Περσών. Απόκτησε τρεις κόρες, την Μαρία, την Σαβή και την Άννα, από τις οποίες η Μαρία παντρεύ¬τηκε στη Βηθλεέµ και γέννησε την Σαλώµη την µαία. Η Σαβή γέννησε την Ελι¬σάβετ, µητέρα του Αγ. Ιω άννου του Βαπτιστού και η Άννα γέννησε τη Μαρία την Θεοτόκο. Η αγία Άννα αφού γέννησε την Θεοτόκο Μαρία, η οποία υπήρξε η σωτηρία όλου του κόσµου, και αφού την απογαλάκτισε, την αφιέρωσε ως τριετίζουσα δάµαλη στον Ναό του Θεού, ως καθαρό και άµωµο δώρο. Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της µε νηστείες, προσευχές και ελεηµοσύνες και ειρηνικά παρέδωσε την αγία της ψυχή στον Κύριο.
Είναι κατ’ εξαίρετο τρόπο µακάρια η αγία Άννα, γιατί ως κλήρο αναφαί¬ρετο απέλαβε της αθανασίας το προνόµιο. Εκείνο το οποίο πολλοί βασιλείς και σοφοί επιθύµησαν να απολαύσουν, αλλά δεν απόλαυσαν. Αλλά η αγία Άννα, η οποία έλαµψε µε τη δικαιοσύνη της και διέπρεψε στην αρετή, από¬λαυσε την καλή κληρονοµιά της αιώνιας µακαριότητας και χαράς.
Θεµέλιο αρραγέστατο είχε η µακάρια τη θεία αγάπη και τη φύλαξη του Νόµου του Θεού. Γι’ αυτό το λόγο απόλαυσε κλήρο αθανασίας, τον οποίο πολλοί θέλη¬σαν να απολαύσουν, αλλ' ούτε τη σκιά του δεν αξιώθηκαν. Δεν είναι γνωστό ποιός από τους γονείς της Θεοτόκου πέθανε πρώτος. Γνωρίζουµε µόνον ότι η Θεοτόκος έµεινε ορφανή σε ηλικία 11 ετών. Θάφτηκε η µακάρια Άννα, αλλά µας άφησε την «στήλην την έµψυχον», την Αειπάρθενο Κόρη, τον έµψυχο των χαρισµάτων ωκεανό, τον λογικό πολύφωτο ουρανό και την πηγή πάσης αθα¬νασίας, της ευσππλαχνίας το άπειρο πέλαγος, την πάγχρυση στάµνα του ουρανίου µάννα, την ακοίµητη και πολύφωτη λυχνία των µετανοούντων, την ελπίδα των απελπισµένων, το πανάγιο όρος στο οποίο ευδόκησε να κατοική¬σει ο Θεός.
Και ποιός άνθρωπος µπορεί να µην οµολογήσει, ότι η αγία Άννα έχει µόνη της αθανασίας το προνόµιο; Εκείνη µε τις αρετές της λάµπει σαν άλλος ήλιος ανάµεσα στο νοητό στερέωµα του χώρου των αγίων. Όλος ο κόσµος θαύµασε και θαυµάζει τις νίκες του µεγάλου Αλεξάνδρου, πολλοί επιθύµησαν να δουν τους θησαυρούς του και τα θησαυροφυλάκια του, και εκείνος ο καλός βασι¬λιάς χωρίς αργοπορία έδειχνε τους φίλους του.
Ως ο µεγαλοπρεπέστερος από κάθε άλλον βασιλιά, θησαυρούς δείχνει ο Κύριος του Ουρανού και της Γης τους φίλους του, τους Αγίους της Εκκλη¬σίας, αυτούς τους πιστούς φίλους και εκλεκτούς του Θεού. Από το γένος του Ιωακείµ και της Άννης προήλθε αυτό το χάρισµα, το να είναι στον ουρανό τόσοι Άγιοι, τόσοι φίλοι του Θεού. Θησαυροφυλάκιο του Θεού αποτελεί η Αγία Άννα, γιατί όπως ο Κύριος µας διδάσκει λέγοντας «εκ του καρπού του δένδρου γνώσεσθαι αυτό».
Η οµορφιά των παιδιών, το ήθος, η θεάρεστη και ανεπίληπτη ζωη των παιδιών είναι µάρτυρες αξιόπιστοι των γονιών. Από την αγιότητα , από την τελειότητα της Θεοτόκου, ας γνωρίζουµε ποιοί ήταν ο Ιωα¬κείµ και η Άννα.
Την εποχή της Ρωµαϊκής Αυτοκρατο-ρίας, µας διηγείται ο Βαλέριος Μάξ鬵ος, µια πλούσια Ρωµαία πήγε να χαιρετήσει µιαν άλλη ευγενή, την Κορνη¬λία. Άρχισε λοιπόν εκείνη να οµιλεί για τους πολλούς και διάφορους θησαυ¬ρούς που είχε. Η Κορνιλία µε σιωπή άκουγε, έως ότου ήλθε η κόρη της από το σχολείο, η οποία µε σεµνοπρέπεια και µε ένα παρθενικό χαιρετισµό µπήκε. Τότε η Κορνηλία λεγει: Ιδού και τα δικά µου πλούτη, αυτοί είναι οι δικοί µου θησαυροί.
Γίνεται φανερό, ότι αν οι απλοί άνθρωποι έχουν σαν θησαυρό και πλούτο τους την καλή συµπεριφορά και σωφροσύνη των παιδιών τους, πόσο µάλλον και ποιά δόξα είναι για την Άννα η ασύγκριτη αγιότητα της Κόρης της. Λέγει ότι ο Ιωσήφ ο µνήστωρ της Παρθένου Μαρίας, µολονότι ήταν και προηγου¬µένως δίκαιος και άγιος, εν τούτοις όµως έφτασε στο ύψος της αγιότητα ς από τη συναναστροφή του µε την Αειπαρθένο Μαρία. Αν εµείς, όταν συνανα¬στρεφόµαστε µε σοφούς και ενάρετους ανθρώπους, απολαµβάνουµε µέρος της σοφίας και της αρετής τους, πόσο µάλλον απέλαβε εκείνος ο δίκαιος, έχοντας µπροστά του το έµψυχο δοχείο τόσης αγιοσύνης και τελειότητας;
Από το Ιερό Ευαγγέλιο µαθαίνουµε, ότι όταν η Παναγία επισκέφτηκε την εξαδέρφη της την Ελισάβετ, αµέσως πλήσθηκε Πνεύµατος Αγίου η Ελισάβετ, και όχι µόνον αυτή, αλλά και το βρέφος, ο Ιωάννης, σκίρτησε, σηµείο, ότι και µόνο από τον ασπασµό της Μαρίας αγιάσθηκε. Πόσο αγιασµό και πόση Χάρη προξένησε η Θεοτόκος στους γονείς της; Από την κτίση του κόσµου ποτέ ο ήλιος δεν είδε άλλη αΥιότερη και υπερτελειότερη Παρθένο. Τέτοιοι τέλειοι και αΥιότατοι ήταν και οι γονείς της Θεοτόκου, και άξιοι να είναι όχι µόνο κληρονόµοι της αιώνιας µακαριότητας, αλλά αξιώθηκαν να γίνουν συγγενείς και Προπάτορες του Υιού και Λόγου του Θεού.
Ο Θεός όµως δεν δόξασε τους Προπάτορες του εξαιτίας της συγγένειας της σαρκικής, όχι, αλλά από τα θεά¬ρεστα έργα τους. Η αγιότητα των έργων τους έδωσε την εκλογή, και όχι η εκλογή την αγιότητα . Κανείς δε στεφανώνεται, «εάν µη νόµιµως άθληση». Το «ουδείς» περιέχει τους πάντας και ξένους και συγγενείς. Ας προβάλλουµε ένα άλλο παράδειγµα της αγιότητα ς του Ιωακείµ και της Άννας. Με πίστη θερµή, µε δάκρυα κατανυκτικά ζητούσαν από τον Θεό να λύσει το όνειδος της στεί¬ρωσης. Ζητούσαν την βοήθεια του Θεού, όχι καθισµένοι στην ανάπαυση του σπιτού, αλλά ο Ιωακείµ τρέχει στο όρος, και η µακάρια Άννα στον κήπον της έχοντας ως σύντροφο της την ερηµιά, τη µητέρα της κατάνυξης, τα δάκρυα, την προσευχή και τη νηστεία. Με τέτοιους µεσίτες ζήτησαν τη λύση της στεί¬ρωσης. Με τέτοια έργα έγιναν προπάτορες του Υιού του Θεού.
Πόσο διαφέρει η σηµερινή στειρωτική κοινωνία από την πολιτεία των αγίων του Θεού. Σήµερα, καταφεύγουν οι χριστιανοί, αντί µε πίστη στον Θεό, σε γιατρούς για να τους δώσουν παιδιά, οι οποίοι κατατρώνε περιου¬σίες ολόκληρες χωρίς να φέρνουν το ποθούµενο αποτέλεσµα. Σήµερα, τα παιδιά επαναστατούν εναντίον των γονέων τους, δείχνουν ασέβεια προς τους διδασκάλους τους, απείθεια προς τους µεγαλείτερούς τους και πολλά απ’ αυτά αποµακρύνθηκαν από το σωτήριο δρόµο της θεοσέβειας. Οι κοσµικές νυκτερινές διασκεδάσεις, τα ναρκωτικά, το κάπνισµα, το ποτό, τα ηλεκτρο¬νικά παιχνίδια, τα µηχανάκια έγιναν γι’ αυτούς τα ιδανικά τους και ο σκοπός της ζωής τους. Και πολλοί γονείς είναι συνυπεύθυνοι γι’ αυτή την κατάσταση, διότι µε την αδιαφορία τους για τη θρησκευτικο-ηθική διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους το: «δεν πειράζει», «δε βαριέσαι», «άστους», «νέοι είναι», προ¬ξένησαν την πηγή του κακού. Εάν οι γονείς αδιαφορούν για την ηθική µόρ¬φωση των παιδιών τους και ασχολούνται µόνον µε το τι θα φάνε, πως θα ντυθούν και τι θα σπουδάσουν, τότε τι είδους ανθρώπους περιµένει να δει η νέα γενιά, εφόσον θα απουσιάζει από τη ζωή των νέων ο Χριστός; Με ποιές προϋποθέσεις και θεµέλια να χτίσουν τα νέα ζευγάρια το γάµο τους, όταν δεν υπάρχει σεβασµός στα ιδανικά και την ηθική του χριστιανικού γάµου; Με ποιά ευλάβεια και σεβασµό θα συµµετά¬σχουν στην λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, εάν καθ’ όλο το χρόνο απουσιά¬ζουν οι γονείς και τα παιδιά από τη Λειτουργία της Κυριακής; Ποιά πίστη θα οµολογούν, όταν αγνοούν τα διδάγµατα της Εκκλησίας µας;
Μάθετε, αγαπητοί µου αδερφοί, από τη σηµερινή γιορτή µε πόσα καλά ήθη πότισαν την κόρη τους ο Ιωακείµ και η Άννα, µε πόσα άγια παραδείγµατα της δικής τους ζωής. Ας παραδειγµατιστούµε και εµείς από το παράδειγµα των αγίων γονέων της Θεοτόκου, οι οποίοι µε προθυµία και χωρίς φόβους και δισταγµούς αφιέρωσαν τη µονάκριβη Κόρη τους στον Θεό. Ας εξετάσουµε, µε ποιό γάλα ευαγγελικής ζωής θα θηλάσουµε τα παιδιά µας. Ας θυµηθούµε πόσες φορές τάξαµε στον Θεό, στις δύσκολες στιγµές της ζωής µας, και δεν εκπληρώσαµε όσα υποσχεθήκαµε, επειδή αποβλέπουµε περισσότερο στο προσωπικό µας κέρδος. Ας εξετάσουµε τον εαυτό µας για να δούµε, εάν δίνουµε µαθήµατα χριστιανικά στους νέους, και οι νέοι στους νεότερους. Μήπως έχουµε στην καρδιά µας την ανελεηµοσύνη και την ασπλαγχνία, την υπερηφάνεια και την αλαζονεία; Ας κάνουµε αυτοκριτική για να δούµε, αν αντί τίµιοι, είµαστε άρπαγες αντί δίκαιοι, είµαστε άδικοι•αντί ηθικοί, είµαστε ανήθικοι αντί νηστευτές, είµαστε λαίµαργοι.
Ο Θεός ως «πολύ δοθήσεται, πολύ απαιτηθήσεται». Ο Θεός χαρίζει πολλά, αλλά ποιός από το βάθος της καρδιάς του τον ευχαριστεί νυχθηµερόν. Όταν ο Κύριος έλθει σε κρίση θα ζητήσει λογαργιασµό και για την προσωπική µας ζωή και για την ανατροφή των παιδιών στην φύλαξη των θείων νόµων και των άλλων αρετών.
Αγαπητοί µου αδελφοί, όλοι µας ας ζητήσουµε µε δάκρυα µετάνοιας την λύση της ψυχικής µας στείρωσης και ας ζητήσουµε, να µας δώσει ψυχικούς καρπούς, µήπως και έλθει ο καλός γεωργός ξαφνικά και βρεί άκαρπη τη δική µας ψυχή. Ας προσφέρουµε στο εξής καρπούς µετανοίας, καρπούς ελεηµοσύνης, καρπούς της κατά Θεόν αγάπης, ούτως ώστε να τιµήσουµε µε έργα αγαθά τη σηµερινή εορτάζουσα αγία προµήτορα του Χριστού, Άννα, της οποίας ταις πρεσβείας, είθε ο Πανάγαθος Κύριος να δεχθεί υπέρ της σωτηρίας πάντων ηµών. Αµήν.
 
http://ntprodromoy.blogspot.gr/2012/12/blog-post_7.html

Εις τον Ακάθιστον Ύμνον 2011


web statistics



Και πάλι η Παναγία Θεοτόκος μας συγκάλεσε σε εορτή και συνεστίαση πνευματική, αγαπητοί μου αδελφοί. Έχουμε ήδη ψάλλει πανηγυρικά τους Χαιρετισμούς στην υπερούσια και ανύμφευτον χάρη της και όλοι φαιδρυνόμαστε από την πνευματική αγαλλίαση της εν Χριστώ χαράς. Διότι οι Χαιρετισμοί και ο Ακάθιστος έχουν έντονο το στοιχείο της χαράς. Αυτό το πολλαπλώς αποδιδομένο στην Πάντων Χαρά "Χαίρε" πού αναπέμψαμε όλοι μας απόψε, μας το ανταποδίδει η Χάρη της με εσωτερική αγαλλίαση και εξωτερικό θάμβος. Πηγή χαράς η Θεοτόκος , χαρά και παρηγοριά και τα δώρα της στους υμνολόγους της, τα ορθόδοξα παιδιά της.

Ναι. Αυτή η σύναξη του Ακαθίστου δεν είναι παρά μία αιώνια επανάληψη του Ευαγγελισμού, το Χαίρε του Αγγέλου από μέρους μας και το κοσμοσωτήριο άγγελμα της Σάρκωσης του Λόγου από τα ουράνια. Γι αυτό εν ευγνωμοσύνη ψάλλουμε και μετά χαράς υποδεχόμαστε την ευλογία και το δώρημα.

Ο Ακάθιστος ύμνος έχει υπόθεση το κεφάλαιον της σωτηρίας , αλλά είναι και το χαρακτηριστικότερο υμνολόγημα της Ρωμανίας, της ένδοξης Ρωμηοσύνης, πού δεν πέθανε το 1453 αλλά εξακολουθεί να ζεί και να θάλλει μέσα στο ελληνορθόδοξο φρόνημα και την οικουμενική Εκκλησία του Χριστού. Ορθοί στο σώμα και την διάνοια οι πατέρες μας ανέπεμψαν ύμνους ευχαριστηρίους στην Υπέρμαχο Στρατηγό, όταν η βασιλίδα των πόλεων κατα καιρούς ελυτρούτο από επελάσεις βαρβάρων. Παρούσα πάντα η Θεοτόκος προστάτευε το χριστεπώνυμο πλήρωμα, την ευλογημένη κληρονομία του Υιού της από κάθε εξωτερική και εσωτερική απειλή. Κάθε έθνος και λαός καυχάται για κάποιον προστάτη άγιο , αλλά στο ελληνικό Γένος προστάτις έλαχε η ίδια η Θεοτόκος η μάνα του Θεού. Ίσως γι αυτό το μητρικό στοιχείο εντός και εκτός Εκκλησίας υπερτιμάται και εκτιμάται από εμάς τους Έλληνες. Ποιά ευεργεσία της και προστασία της να πρωτοθυμηθούμε και να πρωταναφέρουμε για το πολύπαθο γένος των Ρωμαίων Ελλήνων Ορθοδόξων. Σε κάθε φάση της ιστορίας του γένους μας, παρούσα η Παναγία να μας λυτρώνει από κινδύνους και πειρασμούς και δίνες μεγάλες. Τα χρόνια του Βυζαντίου, το 21 , το 1940, ακόμα και σήμερα τα χρόνια που ο έλληνας έκαμψε το ανάστημα του και έχασε το μπόι του και απώλεσε το γνήσιο στοιχείο του, γενόμενος Ευρωπαίος και Αμερικάνος και ό,τι αλλότριο, η Παναγία Θεοτόκος δεν παύει να μεσιτεύει στον Υιό της για αυτή την αγνώμονα και αποπροσανατολισμένη γενεά των Ελλήνων.

Ακοές πολέμων και ταραχών προσβάλουν το ανθρωπιστικό μας συναίσθημα και την ανθρώπινη αγωνία μας. Η Λιβύη φλέγεται , υπό την τυρρανία αιμοσταγούς και παρανοικού δικτάτορα, οι Μεγάλες Δυνάμεις, πλήρεις βλασφημίας αποτελειώνουν το έργο του, βάλλοντας αμάχους και γυναικόπαιδα, στην μακρυνή Ιαπωνία, χιλιάδες ζωντανές εικόνες του Θεού, άνθρωποι αδελφοί μας περιφέρονται άστεγοι, ενδεείς, γυμνοί, πεινασμένοι, πενθούντες και απελπισμένοι, ενώ η πηρυνική απειλή κρέμεται κάθε ώρα και στιγμή πάνω από τα κεφάλια τους. Παράλληλα, η πατρίδα μας περνάει κρίσιμες ώρες , επαίτιδα στις αγορές του κόσμου και στοιχηματίζοντας ταπεινωμένη στην καλή διάθεση του κάθε απάνθρωπου και αντίχριστου ξένου, πού όταν δεν μας μισεί, μας αποστρέφεται και μας χλευάζει. Σε αυτήν την αποπνιχτική απελπισία, σε αυτό το ζοφερό σκοτάδι θανάτου, έρχεται ως μητέρα του φωτός και ακτίνα υπέρλαμπρη η μεγάλη Μητέρα, η πάντων Χαρά και προστασία, η Υπεραγία Θεοτόκος να δεηθεί προς τον Ελεήμονα και Δικαιοκρίτη Θεό για την σωτηρία των παιδιών της, για την άφεση των αμαρτιών τους, για την απολύτρωση τους. Στην κρίσιμη ώρα της μεγαλύτερης αγωνίας έρχεται η μητρική προστασία και σκέπη της να διασκεδάσει κάθε απελπισία και να απαλύνει κάθε πόνο. Πάντων βλιβομένων η χαρά και αδικουμένων προστάτις και ορφανών βοηθός, η Υπεραγία Θεοτόκος έρχεται να σταλάξει στις καρδιές όσων δεν έχουν απελπιστεί ακόμα ενίσχυση και παρηγοριά, ικανή να άρη σκάνδαλα και πειρασμούς και να ενισχύσει τον αγώνα αυτού του κόσμου, για ένα φωτεινότερο και ελπιδοφόρο αύριο.

Αγαπητοί μου αδελφοί,

Η πνευματική χαρά πού μας ανταπέδωσε απόψε η Θεοτόκος να γίνει όπλο και εφόδιο για τις ψυχές και τα σώματα μας, ώστε αναθαρρούντες , εν πνεύμα μετανοίας αλλά και παρηγοριάς και αισιοδοξίας να καταφέρουμε να υπερνικήσουμε κάθε εμπόδιο κοσμικό ή πνευματικό για να βρούμε ανακούφιση και χαρά. Ας δεηθούμε η Παναγία Μητέρα μας να μην πάψει να σκέπει αυτόν τον αχάριστο αλλά κακοπαθισμένο και ευλογημένο τόπο. Ας δεηθούμε την εξ ΄ύψους παρηγοριά και ενίσχυση των συνανθρώπων μας απανταχού της γής. Ας δεηθούμε ώστε το έλεος και η μακροθυμια και η ανοχή του Θεού, δια πρεσβειών της Παναγίας Μητέρας Του, να υπερνικήσει την δίκαια οργή Του και να ανακουφίσει πάσχοντες και απελπισμένους, συγχρόνως δε να καθείλει δυνάστας από θρόνων και να υψώσει ταπεινούς και θεοφιλείς ανθρώπους. Έτσι ώστε  να εισακουστεί το προφητικό λόγιο : "ότι απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός".

Αμήν


πκ 2011

Ακάθιστος ύμνος.( Μητροπολίτου Αντινόης Παντελεήμονος)


web statistics



Ακάθιστος ύμνος

Μητροπολίτου Αντινόης Παντελεήμονος

Ακάθιστος ύμνος ονομάζεται γενικά κάθε ορθόδοξος χριστιανικός ύμνος ο οποίος ψάλλεται από τους χριστιανούς πιστούς σε όρθια στάση. Έχει επικρατήσει όμως να λέγεται έτσι ένας ύμνος («Κοντάκιο») της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τιμήν της Θεοτόκου, ο οποίος ψάλλεται στους ναούς τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος. Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε «οίκος» ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα).
Ο Ακάθιστος ύμνος θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας. Είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας. Η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και πλουτίζεται από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές, κλπ). Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο.
Ονομασία : Ο ύμνος αυτός ονομάζεται «Ακάθιστος» από την όρθια στάση, που τηρούσαν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας της. Οι πιστοί έψαλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο και την ακολουθία της εορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος.
Ιστορία : Το έτος 626, και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος ηγούνταν εκστρατείας του βυζαντινού στρατού κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνιδίως από τους Αβάρους. Γνωρίζοντας την απουσία του στρατού, οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες, τη νύχτα της 7ης προς 8η Αυγούστου, ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενεθάρρυνε το λαό στην αντίσταση. Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή αρωγή, δημιούργησε τρικυμία και κατέστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ αντεπίθεση των αμυνομένων προξένησε τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.
Την 8η Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη ως τότε απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο» στην Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».
Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα. Άρα, μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε έτους. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ὀρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει») με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», το οποίο έδωσε τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό τόνο στον ως τότε διηγηματικό και δογματικό ύμνο.
Σύμφωνα όμως με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και την σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673), Λέοντος του Ισαύρου(717-718) και Μιχαήλ Γ΄ (860). Δεδομένων των τότε ιστορικών συνθηκών (εικονομαχική έριδα, κλπ.), δε θεωρείται απίθανο η Παράδοση να έχει αλλοιώσει την ιστορική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολο να λεχθεί μετά βεβαιότητος ποιο ήταν το ιστορικό περιβάλλον της δημιουργίας του Ύμνου.
Η Θεοτόκος του Ακαθίστου, ρωσική εικόνα του 18ου αιώνα. Εικονίζεται η Θεοτόκος ένθρονος, με τον νεαρό Ιησού από πάνω της. Περιστοιχίζεται από προφήτες, οι οποίοι κρατούν ειλητάρια με τις προφητείες τους για την Ενσάρκωση. Στην αυθεντική εικόνα, περιφερειακά εικονίζονται περιστατικά της ζωής της Θεοτόκου.

Συνθέτης : Ενώ είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο ύμνος ψαλλόταν ως ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, εντούτοις το πρόβλημα της σύνθεσης του Κοντακίου του Ακάθιστου Ύμνου παραμένει μέχρι και σήμερα ένα από τα σημαντικότερα και δυσκολότερα φιλολογικά προβλήματα, καθώς οι μελετητές όχι μόνο δεν έχουν ακόμη καταλήξει στο ποιος, πότε και γιατί συνέθεσε τον ύμνο αυτό, αλλά οι γνώμες τους εμφανίζουν και μεγάλες αποκλίσεις.
Το ποιος και το πότε βεβαίως είναι αλληλένδετα, αλλά σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 δεν αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του. Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ' Οικουμενικής Συνόδου, επομένως η χρονολογία σύγκλησής της, το 431, αποτελεί μία σταθερά (terminus post quem), καθώς είναι σίγουρο ότι ο ύμνος δεν συνετέθη νωρίτερα. Από την άλλοι, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527-565), πράγμα που, αν ισχύει, αφενός σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626.
Η παράδοση όμως αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στον μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα, Ρωμανό τον Μελωδό. Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές (P. F. Krypiakiewicz, F. Doelger, H.-G. Beck, E. Wellesz, P. Maas, Σ. Ευστρατιάδης), οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν στο Ρωμανό. Ένας άλλος ερευνητής, ο J. Grosdidier de Matons, θεωρεί ότι ένα κοντάκιο του Ρωμανού ακολουθεί τη μουσική και το μέτρο του α' οίκου του Ακαθίστου Ύμνου («Ἄγγελος πρωτοστάτης...»), πράγμα που κατ'αυτόν σημαίνει ότι ο Ρωμανός τουλάχιστον γνώριζε (αν δεν συνέγραψε ο ίδιος) τον Ύμνο. Τέλος, σε κώδικα του 13ου αιώνα υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα, η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου.
Πλην όμως, η άποψη αυτή αντικρούεται από πολλούς μελετητές που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το περιεχόμενό του πολλά μεταρωμανικά στοιχεία. Κατά μία άποψη, ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και μάλλον αργότερα μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών, ίσως από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου. Έτσι, πλησίασε την γιορτή του Ευαγγελισμού. Είναι δε ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά, και πάλι για λόγους σχετικούς με την Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το ιστορικό του Συναξαριστή, και από το 728, που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, να μεταφέρθηκε στο 626, στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος πολεμούσε τους Πέρσες για να επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό.
Εξάλλου, υπάρχουν άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο του μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου, οι οποίες έχουν κάποιες σοβαρές ενδείξεις. Η μία εκδοχή, η οποία υποστηρίζεται μεταξύ άλλων και από τον καθηγητή Βυζαντινής Φιλολογίας Ν. Β. Τωμαδάκη και τον O. Bardenhewer, αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715-730), ο οποίος έζησε τα γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της Πόλης από τους Άραβες το 718, επί Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου. Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 από τον επίσκοποΒενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου (Incipit Hymnus de Sancta Dei Genetrice Maria, Victoriferus atque Salutatorius, a Sancto Germano Patriarcha Constantinopolitano).
Η άλλη εκδοχή, που υποστηρίζεται μεταξύ άλλων από τον Θ. Δετοράκη, βασίζεται σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας μοναχός, ο οποίος κρατάει ένα ειλητάριο που γράφει «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» (αρχή του α΄ οίκου του Ακάθιστου ύμνου). Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος Κοσμάς». Πρόκειται για τον Κοσμά το μελωδό, ο οποίος έζησε και αυτός τα γεγονότα του 718, καθώς απεβίωσε το 752 ή 754.
Άλλες, λιγότερο πιθανές απόψεις, θεωρούν ως μελωδό του ύμνου τον Πατριάρχη Σέργιο (K. Krumbacher, W. Christ, M. Paranikas, C. Del Grande και Αι. Χριστοφιλοπούλου), τον σύγχρονο με την πολιορκία Γεώργιο Πισίδη (J. M. Quercius), τον ιερό Φώτιο(Α. Παπαδόπουλος-Κεραμέας), τον Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη, κ.λ.π.
Βέβαιο είναι πάντως ότι οι ειρμοί του Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού, ενώ τα τροπάρια του Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου.
Δομή : Ο Ακάθιστος Ύμνος αποτελείται από 24 «οίκους» (στροφές), οι οποίοι είναι δύο ειδών. Οι περιττοί (Α-Γ-Ε...), που είναι εκτενέστεροι, αποτελούνται από δεκαοκτώ στίχους. Οι πέντε πρώτοι περιλαμβάνουν τη διήγηση, οι δώδεκα επόμενοι αποτελούν τους χαιρετισμούς, οι οποίοι απευθύνονται προς την Θεοτόκο και ο δέκατος όγδοος είναι το εφύμνιο «χαίρε νύμφη Ανύμφευτε». Οι άρτιοι (Β-Δ-Ζ...), που είναι συντομότεροι, αποτελούνται μόνο από πέντε στίχους διήγησης και το εφύμνιο «Αλληλούια». Από τους άρτιους οίκους, οι περισσότεροι αναφέρονται στο Χριστό (Θ-Κ-Μ-Ξ-Π-Σ-Υ-Χ), και μερικοί στη Θεοτόκο (Β-Δ-Ζ-Ω).
Γενικό θέμα του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος αναφερόταν και στο αρχικό του προοίμιο (Τό προσταχθέν μυστικῶς...»). Με πηγές του την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας, ο Ακάθιστος Ύμνος περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.
Ο πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην Αίγυπτο (Λ), η οποία είναι η μόνη που έχει ως πηγή το απόκρυφο πρωτευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου.
Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις βαθύτερες θεολογικές και δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και το σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών.
Ο μελωδός βάζει στο στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και των πιστών τα 144 συνολικά «Χαῖρε», τους Χαιρετισμούς προς τη Θεοτόκο, που αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χαῖρε Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. α΄ 28).
Σύγχρονη ακολουθία (Χαιρετισμοί) : Παλιότερα ο Ακάθιστος Ύμνος ψαλλόταν. Δεν διασώθηκε όμως μέχρι τις μέρες μας ο τρόπος μελωδικής του εκτέλεσης, για το λόγο αυτό ψάλλεται μόνο το προοίμιο σε ήχο πλάγιο δ'.
Κατά την ακολουθία των Χαιρετισμών, ψάλλεται αρχικά ο «Κανόνας» (τα Τροπάρια των Χαιρετισμών), με εννέα ωδές.
Ακολουθεί η απαγγελία των οίκων του Ακαθίστου ύμνου, καθώς, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν έχει σωθεί ο τρόπος μελωδικής του εκτέλεσης. Ο ιερέας στέκεται στο μέσο του ναού, εκεί που παλιά βρισκόταν ο άμβωνας, και από τον οποίο ψαλλόταν το κοντάκιο. Εκεί, μπροστά σε μια εικόνα της Παναγίας απαγγέλλει τους οίκους.
Τις πρώτες τέσσερις Παρασκευές της Μεγάλης Σαρακοστής απαγγέλλει από 6 οίκους, δηλαδή την πρώτη Παρασκευή (Α΄ Χαιρετισμοί) τους Α-Ζ, τη δεύτερη (Β΄ Χαιρετισμοί) τους Η-Μ, την τρίτη (Γ΄ Χαιρετισμοί) τους Ν-Σ, την τέταρτη (Δ΄ Χαιρετισμοί) τους Τ-Ω και την πέμπτη Παρασκευή (Ακάθιστος Ύμνος) όλους μαζί .
Στην Κωνσταντινούπολη : Στην Κωνσταντινούπολη, την γ΄ στάση των Χαιρετισμών, δηλαδή την γ΄ Παρασκευή των Νηστειών, συνηθίζεται να πηγαίνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης με τους πατριαρχικούς χορούς στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών και να απαγγέλλει εκεί τους οίκους του Ακαθίστου. Η παράδοση αυτή θεωρείται απότιση τιμής στη μνήμη των γεγονότων του 626, δηλαδή της σωτηρίας της Πόλης με και της πρώτης ψαλμώδησης του Ύμνου. Ο ιστορικός αυτός συμβολισμός προσδίδει λαμπρότητα και συναισθηματική φόρτιση στην ακολουθία, την οποία παρακολουθούν κάθε χρόνο πολλοί χριστιανοί από όλα τα μέρη της Πόλης.


Akathist
From Wikipedia, the free encyclopedia
The Akathist Hymn (Ἀκάθιστος Ὕμνος, unseated hymn) is a hymn of Eastern Orthodox and Eastern Catholic tradition dedicated to a saintholy event, or one of the persons of the Holy Trinity. The name derives from the fact that during the chanting of the hymn, or sometimes the whole service, the congregation is expected to remain standing in reverence, without sitting down (Ancient Greek ἀ- (a), [without, not] +κάθισις (káthisis), [sitting]), except for the aged or infirm. During Orthodox and Eastern Catholic religious services in general, sitting, standing, bowing and the making of prostrations are set by an intricate set of rules, as well as individual discretion. Only during readings of the Gospel and the singing of Akathists is standing considered mandatory for all. The akathist par excellence is that written in the 6th century to the Theotokos. In its use as part of the service of the Salutations to the Theotokos (used in the Byzantine tradition during Great Lent), it is often known by its Greek or Arabic names, Chairetismoi (Χαιρετισμοί, "Rejoicings") and Madayeh, respectively; in the Slavic tradition it is known as Akafist.
The writing of akathists (occasionally spelled acathist) continues today as part of the general composition of an akolouthia, particularly in the Slavic tradition, although not all are widely known nor translated beyond the original language. Reader Isaac E. Lambertsen has done a large amount of translation work, including many different akathists. Most of the newer akathists are pastiche, that is, a generic form imitating the original 6th century akathist to the Theotokos into which a particular saint's name is inserted. In the Greek, Arabic, and Russian Old Rite traditions, the only akathist permitted in formal liturgical use is the original akathist.
Origin : Franciscus Junius wrongly interpreted Acathistus as one who neither sits nor rests, but journeys with child; as for instance when the Blessed Virgin was brought by Joseph to Bethlehem.Gretser [Commentarius in CodinCurop. (Bonn, 1839), 321] easily refutes the interpretation by citing from the Synaxarion (account of the feast, similar to the Roman Martyrology) in the Triodion(book containging the propers for the liturgical season of Great Lent). The origin of the feast is assigned by the Synaxarion to the year 626, when Constantinople, in the reign of Heraclius, wasattacked by the Persians and Scythians but saved through the intervention of the Most HolyTheotokos (literally, "She who bore God"). A sudden hurricane dispersed the fleet of the enemy, casting the vessels on the shore near the Great church of the Theotokos at Blachernae, a quarter of Constantinople inside the Golden Horn. The people spent the whole night, says the account, thanking her for the unexpected deliverance. "From that time, therefore, the Church, in memory of so great and so divine a miracle, desired this day to be a feast in honour of the Mother of God . . . and called it Acathistus" (Synaxarion). This origin is disputed by Sophocles (Greek Lexicon of the Roman and Byzantine Periods, s. v.) on the ground that the hymn could not have been composed in one day, while on the other hand its twenty-four oikoi contain no allusion to such an event and therefore could scarcely have been originally composed to commemorate it. Perhaps the kontakion, which might seem to be allusive, was originally composed for the celebration on the night of the victory. However the feast may have originated, the Synaxarion commemorates two other victories, under Leo III the Isaurian, andConstantine Pogonatus, similarly ascribed to the intervention of the Theotokos.
No certain ascription of its authorship can be made. It has been attributed to Patriarch Sergius I of Constantinople, whose pious activities the Synaxarion commemorates in great detail. Quercius (P.G., XCII, 1333 sqq.) assigns it to George Pisida, deacon, archivist, and sacristan of Hagia Sophia whose poems find an echo both in style and in theme in the Akathist; the elegance, antithetic and balanced style, the vividness of the narrative, the flowers of poetic imagery being all very suggestive of his work. His position as sacristan would naturally suggest such a tribute to the Theotokos, as the hymn only gives more elaborately the sentiments condensed into two epigrams of Pisida found in her church at Blachernae. Quercius also argues that words, phrases, and sentences of the hymn are to be found in the poetry of Pisida. Leclercq (inCabrolDict. d'archéol. chrét. et de liturgie, s.v. "Acathistus") finds nothing absolutely demonstrative in such a comparison and offers a suggestion which may possibly help to a solution of the problem.
Structure : When an akathist is chanted by itself, the Usual beginning, a series of prayers which include the Trisagion (thrice-holy) is often said as a prelude to the akathist hymn. The akathist may also be included as a part of another service, such as Matins or a Molieben.
The hymn itself is divided into thirteen parts, each of which is composed of a kontakion and an oikos (Greek: οίκος, house, possibly derived from Syriac terminology). The kontakion usually ends with the exclamation: Alleluia, which is repeated by a choir in full settings orchanted by the reader in simple settings. Within the latter part of the oikos comes an anaphoric entreaty, such as Come or Rejoice.
The thirteenth kontakion (which, unlike the preceding twelve, does not have a corresponding oikos) is usually followed by the repetition of the first oikos and kontakion. After the thirteen kontakia and oikoi, additional prayers are added, such as a troparion and anotherkontakion. The final kontakion is the famous "Tēi Hypermáchōi Stratēgōi" ("Unto the Defender General"), a hymn addressing Mary as the savior of Constantinople in the 626 siege:
Akathist to the Theotokos:  The Theotokos is shown enthroned in the center, with Christ Emmanuel above her. To either side are shown theprophets who foretold the Incarnation. In the full icon, scenes from the life of the Virgin Mary surround this vignette.
When the word akathist is used alone, it most commonly refers to the original hymn by this name, the 6th century Akathist to theTheotokos, attributed to St. Romanos the Melodist. It is said the Theotokos appeared to him, gave him a scroll and commanded him to eat it. And here a miracle was performed: Romanus received a beautiful, melodic voice and, simultaneously, the gift of poesy. This hymn is often split into four parts and sung at the "Salutations to the Theotokos" service on the first four Friday evenings in Great Lent; the entire Akathist is then sung on the fifth Friday evening. Traditionally it is included in the Orthros (Matins) of the Fifth Saturday of Great Lent, which for this reason is known as the "Saturday of the Akathist". In monasteries of Athonite tradition, the whole Akathist is usually inserted nightly at Compline.
The four sections into which the Akathist is divided correspond to the themes of the AnnunciationNativityChrist, and the Theotokosherself.
The hymn itself forms an alphabetical acrostic—that is, each oikos begins with a letter of the Greek alphabet, in order—and it consists of twelve long and twelve short oikoi. Each of the long oikoi include a seven-line stanza followed by six couplets employing rhyme, assonance and alliteration, beginning with the greeting Chaíre and ending with the refrain, "Rejoice, Bride without bridegroom!" (also translated as "Rejoice, thou Bride unwedded!") In the short oikoi, the seven-line stanza is followed by the refrain, Alleluia.
The Salutations to the Theotokos service, often known by its Greek name, the Χαιρετισμοί / Chairetismoí (from the Χαίρε / Chaíre! so often used in the hymn), consists of Compline with the Akathist hymn inserted. It is known in Arabic as the Madayeh.

ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΕΡΝΩΝ Δ΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ «ΚΟΝΤΑΚΙΟ ΚΑΙ ΙΑΜΒΟΣ» († Μητροπολίτου ΠΕΡΓΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ )


web statistics

Ο ΠΕΡΓΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΤΟΝ ΠΑΛΜΟ ΤΗΣ ΧΑΡΜΟΛΥΠΗΣ (ΒΙΝΤΕΟ)




Αἰσθάνομαι ζωηρά τήν ἐνθουσία τῶν βημάτων μου πού μέ φέρνουν στή Βλαχέρνα. Τά ὠθεῖ τό περιαύγασμα τοῦ μυστηρίου τῆς Πόλης. Καί πιό πολύ ἡ λαχτάρα τῆς συνάντησης μου μέ τήν Παναγία. Μέ τή Βλαχερνήτισσα Παναγία. 
Πάντα νοιώθω ξέχειλο μπροστά στήν Εἰκόνα Της τό χρονικό τῆς Ρωμηοσύνης, νά συμψάλλει μέ τόν ψαλτωδό στό κάθε «Χαῖρε». Στό κάθε «εὐχαριστῶ» πρός τήν Παναγία. «Χαῖρε» καί γιά τά τότε, «Χαῖρε» καί γιά τά τώρα. Καί πάντα «Χαῖρε». 
Μιά λέξη γεμάτη ποίηση. Μέ ὅλες τίς ἔννοιες καί τίς διαστάσεις. Ἕνας μονόλεκτος στίχος σέ ρυθμό εὐγνωμοσύνης. Καί μέ ρυθμούς πόθου καί πάθους. Ἕνας στίχος βγαλμένος ἀπό τά ἄδυτα τοῦ γένους. Ἀπό τό χρονολόγιο τῆς Πόλης. Καί χαραγμένος, ἀπ᾿ ὅλους ὅσοι ἀγρύπνησαν μέ τό ὄραμα της, γιά τήν ἀλήθεια της. Ὅσοι τραγούδησαν καί ἔκλαψαν γιά τήν Πόλη. Κι᾿ ὅσοι τή νοστάλγησαν κι᾿ ἀκόμη τή νοσταλγοῦν. 
Νά σκύψουμε στίς βουλές τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ. Μέχρι νά νοιώσουμε τή Χάρη Του. Νά φυλλομετρήσουμε τίς Ἰνδικτιῶνες τῆς Ἐκκλησίας. Καί θά συναντήσουμε τούς Πατριάρχες γονατιστούς μπροστά στή Μεγαλόχαρη. Κι᾿ ἄν ἡ ματιά μας σκαρφαλώσει καί στά κάστρα, θά διαβάσουμε βασιλικές γραφές λατρείας τῆς Πόλης. Σάν μιά ἱκεσία στούς αἰῶνες λάμπει σέ κάθε ἀνατολή ἡ φράση: «Τήν Πόλιν Σου φύλαττε Θεοτόκε». «Ἡ ζωή εἶναι μνήμη». 
Στέκομαι σέ μιά στροφή ἑνός ποιήματος μου : 
«Πάνω στού γένους τό 
κῦμα 
κουστωδοί περπατώντας 
ὀρθοί 
γνώρισαν καί τήν 
«ἀρχή». 
Μ᾿ αὐτούς ξετυλίγω τό 
νῆμα», 
καί συναντῶ κάτι τό «ἡδύπικρο» σέ ὅσους ἔνιωσαν τόν παλμό πού τόν χαράζει στήν καρδιά ἡ μνήμη τοῦ χαμένου ὄμορφου. Καί συνεχίζουν νά τόν βιώνουν. 
Ἕναν τέτοιο παλμό χαρμολύπης μᾶς δημιουργεῖ ἀπόψε καί ἡ θύμηση τοῦ Ἀλεξανδρινοῦ ποιητῆ Κωνσταντίνου Καβάφη. Εἴμαστε σύμψυχοι στόν ἡδύπικρο παλμό. Γι᾿ αὐτό καί ἐραστοῦ καί προσκυνητοῦ τῆς Πόλης. Ὅπως τή χάραξε μέσα του ἀπό κάποιο Βοσπορίτικο ἀκροθαλάσσι, ἡ ἁλμύρα τοῦ ρωμαίηκου ἔνστικτου. 
Τό Ζωγράφειο καί τά ἐκπαιδευτήρια Ε. Μαντουλίδη, ἀπό τή Θεσσαλονίκη, ἀλλά καί ἡ παρουσία τόσων ἄλλων φίλων μας, μᾶς συγκινοῦν τιμώντας μαζί τά 150 χρόνια (1863-1933) ἀπό τή γέννηση του. Ξαναφέρνουν στή μνήμη μας τά ἀξεπέραστα περασμένα. Τό φέγγος τῆς πολίτικης παιδείας.
  

Ἀπόψε, ἐδῶ στό ἁγιασμένο καί θαυματουργό αὐτό χαριτούργημα τῆς Ὀρθοδοξίας, τή Βλαχέρνα, δύο πτολίεθρα συνθέτουν τό χρῶμα τῆς βραδυᾶς. Κωνσταντινούπολη καί Ἀλεξάνδρεια. Ἀλλά καί ἔννοιες πολιτισμικές λατρείας καί παιδείας, πού στολίζουν καί 
τή βραδυά καί τό ὄνειρο, 
τό τρισκέλι καί τό Ἕδρανο, 
τούς χαιρετισμούς καί τό χαιρετισμό, 
τό Θεῖο καί τό ἀνθρώπινο, 
τό οὐράνιο καί τό ἐπίγειο, 
τήν Ὑμνωδία καί τήν ποίηση, 
τή Μελωδία καί τήν τεχνουργία, 
τό Τροπάριο καί τόν στίχο, 
τό Κοντάκιο καί τόν Ἴαμβο, 
τό ρυθμό καί τό μέτρο, 
τήν αἰωνιότητα καί τόν χρόνο. 
Στήν προσευχή πρός τόν Χριστό, μπροστά στήν εἰκόνα του ὑπάρχει καί ἡ φράση: 
«Διανάστησον δέ ἡμᾶς ἐν τῷ καιρῷ τῆς προσευχῆς ............». 
Σημαίνει, ἐγκαρδίωσε μας, ἐμψύχωσε μας, ξύπνησε τό μυαλό μας. Νά νοιώσουμε τήν ἀλήθεια Σου, Χριστέ μου. Νά θυμηθοῦμεν καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. 
Tέτοια ὥρα, εἶναι ἡ ὥρα τοῦ Ἀκαθίστου. Ὥρα ἐγκαρδίωσης. Ὥρα ἐμψύχωσης. Ὥρα συνάντησης μέ τόν Χριστό καί τήν Παναγία. 
Διακρίνω τόν ποιητή Κωνσταντῖνο Καβάφη στά Ἀνάκτορα τῶν Βλαχερνῶν, (τόν ΙΔ’ αἰώνα) νά τόν συγκινεῖ, λόγῳ τοῦ «ταλαίπωρου τότε Κράτους», ἡ φτωχική στέψη τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ καί τῆς Εἰρήνης Ἀνδρονίκου Ἀσάν (Ποίημα του, «ἀπό ὑαλί (γιαλί) χρωματιστό»). 
Τί θάλεγε ὅμως σήμερα ἀπό τή Βλαχέρνα, βλέποντας στό «ταλαίπωρο κράτος» καί μάλιστα στό χῶρο τῆς Παιδείας, ὁ Ἑλλαδισμός νά κατατρώει τόν Ἑλληνισμό καί νά θέλει νά σκοτώσει τόν Ὅμηρο; Ἀλλάζοντας τή λέξη «Ἑστία» μέ τή λέξη «Βλαχέρνα» σέ μιά στροφή ποιήματος τοῦ Ἰωάννη Πολέμη πού τό ἐπιγράφει «ὁ Λύχνος», ἕνα αἰώνα σχεδόν πρίν διαβάζω: 
«Τι κι᾿ ἄν περνοῦν ἀγύριστα τά χρόνια μέσ᾿ στῆς Βλαχέρνας τόν ἄχραντο ναό, ἄγρυπνο κερί μέ μιά λάμψη αἰώνια φωτίζει τόν προσκυνητή λαό» .

Τρίτη 16 Απριλίου 2013

ΧΑΙΡΕ ΘΕΟΥ ΠΡΟΣ ΘΝΗΤΟΥΣ ΕΥΔΟΚΙΑ, ΧΑΙΡΕ ΘΝΗΤΩΝ ΠΡΟΣ ΘΕΟΝ ΠΑΡΡΗΣΙΑ


web statistics


Οι άνθρωποι χρειαζόμαστε συχνά ένα σημάδι από τον Ουρανό, ότι ο Θεός ακούει τις προσευχές μας, ότι μπορούμε να έχουμε ελπίδα, ότι ακόμη κι αν η ζωή και ο κόσμος μας δεν πορεύονται προς Εκείνον, ο Θεός δεν μας ξεχνά. Στην περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης τα σημάδια αυτά ήταν η παρουσία των προφητών και τα βιβλία της Γραφής. Στην Καινή Διαθήκη, πριν τον ερχομό του Χριστού, το σημάδι ήταν η παρουσία της Υπεραγίας Θεοτόκου. Στη συνέχεια, μετά τον ερχομό, τα σημάδια αυτά είναι οι άγιοι και η ζωή τους και πρωτίστως το Ευαγγέλιο και η Εκκλησία που το διασώζει και το αποτυπώνει στην πραγματικότητά της.
                Γιατί η Παναγία υπήρξε το σημάδι ότι ο Θεός αγαπά τους ανθρώπους;
                Διότι έδειξε τις δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης, τα μέτρα και την ευλογία που έχει λάβει από το Θεό. Η Παναγία φανέρωσε στον κόσμο την δύναμη του κατ’ εικόνα Θεού. Το μυστήριο της αγάπης, της ελευθερίας και της δημιουργικότητας, το οποίο ενυπάρχει ως ανεκτίμητη δωρεά στον άνθρωπο και που ο καθένας καλείται να εργαστεί πάνω σ’ αυτό, να συνειδητοποιήσει ότι το έχει και να το στρέψει προς τον Δημιουργό Τριαδικό Θεό, καθιστώντας τον πορεία προς το καθ’ ομοίωσιν. Η Παναγία περισσότερο από τον κάθε άνθρωπο βίωσε την δωρεά αυτή. Η ύπαρξή της παιδιόθεν διψούσε για το Θεό. Έζησε στο ναό, τρεφόμενη από Εκείνον. Μνημόνευε δια της προσευχής το όνομά Του. Εμπιστευόταν το Θεό απόλυτα, νικώντας ακόμη και κάθε δισταγμό και λογισμό και πειρασμό. Και αξιώθηκε να τύχει της μοναδικής ευλογίας, να κυοφορήσει τον ίδιο το Θεό, ο Οποίος σαρκώθηκε εν τη μήτρα της. Αυτή η έκταση της φύσης της αποτέλεσε και το παράδειγμα για τον καθέναν μας. Ότι είναι δυνατή η μορφοποίηση του Θεού εντός μας, αρκεί να κατανοήσουμε τις δυνατότητες που μας έχουν δοθεί και να αποδεχθούμε το θαύμα της κατά Θεόν ύπαρξης.
                Ακόμη, η Παναγία δεν υπήρξε το πρότυπον της κατά κόσμον σοφίας.Δεν ήταν μορφωμένη, δεν ήταν γεννημένη από πλούσιους, ξεχωριστούς, ισχυρούς γονείς, αλλά ήταν μία απλή κοπέλα. Ένας άνθρωπος του λαού, συνηθισμένος και καθημερινός. Η ύπαρξή της δεν απασχολούσε κανέναν. Δεν ήταν διάσημη ούτε για την φιλοσοφική της προσφορά, ούτε για το κοινωνικό της έργο, ούτε για την απήχησή της ανάμεσα στους πολλούς, όπως γίνεται για τις προσωπικότητες που η ανθρώπινη Ιστορία καταγράφει ως μεγάλες. Έδειξε όμως ότι «τα αδύνατα παρά ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεώ εστί». Ότι ο Θεός καθιστά σκεύος εκλογής Του το πρόσωπο που έχει την χάρη της πίστης, της απλότητας, της αφιέρωσης, της αγάπης προς Εκείνον, κι ας φαίνεται κατά κόσμον ασήμαντο. Ταπεινός ο Θεός και ταπεινοί οι συνεργάτες στο έργο της σωτηρίας του κόσμου. Κι αυτή η ταπεινοσύνη μας δείχνει ότι η σχέση μας με το Θεό δεν προκαθορίζεται από τα κοσμικά μέτρα, αλλά καταδεικνύεται μέσα από την αρετή και τον αγώνα γι’ αυτήν, η οποία μας προσφέρει την άνωθεν σοφία.
                Τέλος, η Παναγία διακόνησε τον Υιό και Θεό της μέχρι το τέλος της ζωής της. Κράτησε όχι μόνο την φυσική διάσταση της μητρότητας, αλλά και την πνευματική, που είναι η αγάπη η οποία γίνεται τρόπος αφοσίωσης στον Υιό της, αλλά και συνδιακονίας στο μυστήριο της σωτηρίας του κάθε ανθρώπου. Γιατί η Υπεραγία Θεοτόκος, κυοφορήσασα τον Θεό, κατενόησε ότι η αποστολή της ξέφευγε από τα όρια της φυσικής μάνας. Παρέμεινε η πνευματική μητέρα όλων όσων πίστεψαν στο Χριστό και παραμένει δεόμενη για τον κόσμο και τον καθέναν από εμάς, τόσο στο παρελθόν, όσο και στο παρόν και το μέλλον. Γιατί η διακονία του μυστηρίου της σωτηρίας ξεκινά εν χρόνω, αλλά συνεχίζεται στην αιωνιότητα. Και συνεχίζει να θαυματουργεί πολυποίκιλα η Παναγία μας. Μέσα από τις εικόνες και τα προσκυνήματα. Μέσα από τις προσευχές του κάθε ανθρώπου. Μέσα από τις παρεμβάσεις στον Υιό και Θεό της, που η πίστη μας προς Εκείνον την ωθεί να πραγματώνει. Γι’ αυτό και αποτελεί για τον καθέναν από εμάς υπόμνηση ότι δεν υπάρχουμε μόνο για τον εαυτό μας, αλλά και για να βοηθούμε τόσο με την προσευχή μας όσο και με την ανάπτυξη της σχέσης μας με το Θεό, ο καθένας αναλόγως προς το χάρισμά του, στον αγώνα της σωτηρίας και του ευαγγελισμού του κόσμου.
                Η Παναγία γίνεται όμως και το σημάδι της παρρησίας των θνητών ανθρώπων προς το Θεό. Είναι ό,τι ωραιότερο έχουμε να επικαλεστούμε ως άνθρωποι έναντι του Δημιουργού και Πλάστη και Θεού ημών. Αξιοποιώντας την παρουσία της ως επίγνωση του κατ’ εικόνα, ως σκεύους εκλογής και ως διακόνου της σωτηρίας των ανθρώπων, αλλά και της ελπίδας τους για ζωή και αφθαρσία που υπερβαίνει τον χρόνο, την προσφέρουμε στο Θεό, ο καθένας με την προσευχή και την μνημόνευσή της, ως εκείνη που θα μας βοηθήσει να παρουσιαζόμαστε χωρίς φόβο και απόγνωση ενώπιον Του για κάθε αίτημα της ζωής μας. Γιατί το σημάδι του Θεού στο πρόσωπό της προεκτείνεται στο διηνεκές. Παραμένει άφθαρτο σε κάθε εποχή. Και ατενίζοντάς την μπορούμε να διαβεβαιώσουμε τους εαυτούς μας ότι ο Θεός μας αγαπά. Να πάρουμε δύναμη και να αντέξουμε σε κάθε δυσκολία και κρίση. Τόσο προσωπικά όσο και συλλογικά. Και να κάνουμε τον αγώνα μας τόσο στον παρόντα κόσμο, όσο και στην προοπτική του μέλλοντος αιώνος ζητώντας τον φωτισμό για να πράξουμε σωστά. Με γνώμονα το θέλημα του Θεού, την ταπεινοσύνη και την εκζήτηση της σωτηρίας. Κι Εκείνη είναι βέβαιο ότι ουδέποτε θα πάψει να ανταποκρίνεται στις προσευχές μας.

 Κέρκυρα, 22 Μαρτίου 2013      

ΧΑΙΡΕ ΠΥΡΟΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΝ ΠΑΥΣΑΣΑ, ΧΑΙΡΕ ΦΛΟΓΟΣ ΠΑΘΩΝ ΑΠΑΛΛΑΤΤΟΥΣΑ


web statistics


Πολλά είναι τα είδωλα τα οποία οι άνθρωποι λατρεύουμε στη ζωή μας. Και είναι άλλοτε άμεση και άλλοτε έμμεση η λατρεία τους. Παλαιότερα προσκυνούσαν οι άνθρωποι το πυρ, τη φωτιά, και θεοποιούσαν τη φύση, αλλά και τα επιτεύγματά τους. Σήμερα, χωρίς να λατρεύουμε άμεσα, δηλαδή με την μορφή θεοτήτων και θρησκείας τα είδωλα κάθε μορφής, τα προσκυνούμε έμμεσα. Δίδοντας σ’  αυτά την μορφή όχι απλώς ανάγκης, αλλά και διαπιστώνοντας ότι χωρίς αυτά η ζωή μας δεν μπορεί να σταθεί, τα έχουμε καταστήσει κυρίαρχα. Έτσι, άμεσα και έμμεσα είτε η φύση είτε τα επιτεύγματά μας λειτουργούν ειδωλικά.
                Στην εποχή μας έχουν προστεθεί άλλα τρία είδη πυρός προς προσκύνησιν. Είναι πρώτα οι διάφορες μορφές που το παγκόσμιο σύστημα πολιτισμού μάς κάνει να ασχολούμαστε συνεχώς μαζί τους, οδηγώντας στην προσωπολατρία. Πολιτικοί, καλλιτέχνες, ποδοσφαιρικές ομάδες, άλλοι διάσημοι αγκαλιάζουν τη ζωή ιδίως των νεώτερων, οι οποίοι θέλουν να είναι κοντά τους, να μοιάσουν σ’  αυτούς και να αποκτήσουν κοντά τους την αίσθηση ότι με κάποιον τρόπο και οι προσκυνητές μπορούν να νικούν στη ζωή τους, να γίνονται ξεχωριστοί. Και επειδή οι ίδιοι από μόνοι τους δεν αισθάνονται ότι μπορούν να καταφέρουν αυτό το ξεχωριστό, επιλέγουν να προσκολληθούν στα είδωλα αυτά.  Στη συνέχεια έρχεται ο μαμμωνάς. Το χρήμα και οι δυνατότητες που αυτό γεννά. Από ανταλλακτικό μέσο, το οποίο διευκολύνει τη ζωή μας, της εξασφαλίζει την επιβίωση, ενίοτε και την ποιότητα, το χρήμα γίνεται σκοπός της ζωής. Χωρίς αυτό ο άνθρωπος αισθάνεται ότι « ου δύναται ποιείν ουδέν». Κι έτσι το κάνει θεό του. Τέλος, ο ίδιος ο εαυτός μας γίνεται το αυτοείδωλο της ζωής μας. Ασχολούμαστε μονίμως με μας. Με τα συναισθήματά μας. Με τις επιθυμίες μας. Με τα λάθη μας. Με τα τραύματά μας. Με τις ανάγκες μας. Με τον τρόπο που οι άλλοι μας φέρονται. Με το σώμα μας και την εμφάνισή του.
              Η Εκκλησία μας, έχοντας την Υπεραγία Θεοτόκο ως πρότυπο της ζωής μας, μάς υπενθυμίζει μία μεγάλη αλήθεια. Ότι η Παναγία είναι αυτή που μάς έκανε να παύσουμε να προσκυνούμε το πυρ και τα είδωλα, φέροντας στον κόσμο τον Υιό του Θεού. Ότι μας απάλλαξε από τη λατρεία των ειδώλων κάθε μορφής και μάς έδειξε ποιος είναι ο αληθινός Θεός. Βοήθησε και βοηθά όποιον πιστεύει να κάνει μία μεγάλη στροφή στη ζωή του. Από τα επίγεια να οδηγείται στα ουράνια. Όχι για να εξαρτηθεί από τον ουρανό, αλλά για να γνωρίζει, για να αγαπά και να ελπίζει. Να γνωρίζει την Αλήθεια του Ποιος μάς δημιούργησε και μάς έδωσε και μας δίδει τη δυνατότητα να χτίζουμε ιστορία και πολιτισμό. Να αγαπά τον Θεό, όχι μόνο ως ανταπόδοση της δικής Του αγάπης, αλλά και ως τον μοναδικό τρόπο ικανοποίησης της βαθύτερης ανάγκης της ύπαρξης που είναι να ζει με πληρότητα. Και είναι η αγάπη, όπως αυτή μεταφράζεται, ως έλξη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ως μοίρασμα των χαρισμάτων, ως θυσία, η οδός της καταξίωσης του εσωτερικού μας κόσμου, αλλά και της εύρεσης της πληρότητας που νικά τον θάνατο. Και να ελπίζει στην αιωνιότητα και την Ανάσταση, ως πορεία μίμησης του Υιού του Θεού και ως αποδοχής της δωρεάς Του να είναι μαζί μας και εν τω νυν και εν τω μέλλοντι αιώνι.
              Αιτία της ειδωλολατρίας είναι η φλόγα των παθών. Τα πάθη ως καταστάσεις που ριζώνουν στην ύπαρξη, τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή, αποτελούν εκφράσεις του κακού, δηλαδή της απουσίας του Θεού ή της αδυναμίας μας να Τον καταστήσουμε προτεραιότητα στην ύπαρξή μας λειτουργώντας αγαπητικά. Τα πάθη γεννούν τη αυτοειδωλοποίησή μας ή την επάνοδο της λατρείας του αρχαίου πυρός στη ζωή μας. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο εκκοσμικευμένος πολιτισμός μας θεωρεί τα πάθη δικαίωμα του ανθρώπου και τα βαφτίζει « αρετή»  και « προνόμιο».  Τα υμνεί με κάθε τρόπο, μέσα από την τέχνη, μέσα από την φιλοσοφία και την διανόηση, μέσα από την προβολή τους δια της τηλεοράσεως, μέσα από την αμνήστευσή τους, εφόσον δεν βλάπτουν το κοινωνικό σύνολο. Ενίοτε ερωτοτροπεί μαζί τους, ακόμη κι αν είναι καταστροφικά για τον άνθρωπο και για την κοινωνία και δεν παύει να προβάλλει τις μορφές που τα ζούνε.
            Η Παναγία μάς έδειξε ότι ο άνθρωπος μπορεί να ξεφύγει από την φλόγα των παθών όταν λειτουργήσει με εμπιστοσύνη στο Θεό, αγωνιζόμενος να καταστήσει την ύπαρξή του ναό του Αγίου Πνεύματος. Όταν δεν συμβιβάζεται δηλαδή με αυτά ως δήθεν υγιείς και κατά πάντα ανθρώπινες καταστάσεις, αλλά με νήψη αγωνίζεται ο ίδιος και αφήνει στη χάρη του Αγίου Πνεύματος να συμπληρώσει ό,τι του λείπει. Όταν δεν τα αφήνει να βγάλουν καρπούς στην ύπαρξη, αλλά προσπαθεί να τα εκριζώσει, ελπίζοντας ότι ο Θεός θα ενισχύσει τον δικό του κόπο και ότι μέσα από την ταπείνωση του να μην δικαιολογεί την αμαρτωλότητά του ο ουρανός θα του δώσει την δύναμη να αντέξει. Όπως η Υπεραγία Θεοτόκος πάλεψε στον εαυτό της να σβήσει την φλόγα των παθών νηπιόθεν, έτσι φέροντας το Χριστό στον κόσμο μάς έδειξε ότι η οδός αυτή είναι εφικτή. Και είναι η γνήσια ελευθερία καρπός αυτού του αγώνα και την ίδια στιγμή στόχος του, που δίνει ζωήν αιώνιον.
            Βιώνουμε οι άνθρωποι μία πρωτοφανή κρίση, τουλάχιστον  για την πορεία μας μετά τον μεγάλο πόλεμο που διέλυσε τον κόσμο. Δεν βλέπουμε όμως ότι η λατρεία του πυρός των κάθε μορφής ειδώλων, αλλά και η φλόγωση την οποία τα πάθη μάς προκαλούν αποτελούν τις κύριες αιτίες της κρίσης, όπως επίσης και το γεγονός ότι θεωρούμε πως δικαιούμαστε τόσο να λατρεύουμε όσο και να χαιρόμαστε με τα πάθη μας. Ας στρέψουμε το βλέμμα μας στην Υπέρμαχο Στρατηγό και ας την παρακαλέσουμε να μας διδάξει να γνωρίζουμε, να αγαπούμε, να ελπίζουμε από την μία και από την άλλη να βλέπουμε ότι το ρίζωμα των παθών δεν επιτρέπει να είμαστε αληθινά ελεύθεροι. Και αναλαβόντες τον αγώνα της επιστροφής στο Θεό και στη σχέση μαζί Του να αγωνιστούμε για μία άλλη ζωή εσωτερικής κάθαρσης και γνήσιας ελευθερίας, όπως η Παναγία πρώτη μάς έδειξε, για να λατρεύουμε τον Κτίστη και όχι τα κτίσματα.
Κέρκυρα, 29 Μαρτίου 2013