Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου στό κατά Λουκᾶν καί στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων


web statistics

 
Στό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιο διασώζονται οἱ περισσότερες πληροφορίες σχετικά μέ τή Θεοτόκο, στό μεγαλύτερό τους μέρος ἄγνωστες στούς ἄλλους εὐαγγελιστές. Αὐτό ὁδήγησε τούς ἑρμηνευτές στήν ὑπόθεση ὅτι ἐδῶ ὁ εὐαγγελιστής ἴσως ἔχει στή διάθεσή του μία πηγή πληροφοριῶν πού συνδέεται μέ τήν ἴδια τή μητέρα τοῦ Κυρίου ἤ μέ κάποιον κύκλο πού σχετίζεται μαζί της. Ὁπωσδήποτε αὐτό εἶναι
πλέον δύσκολο νά ἐξακριβωθεῖ.

 Ἐκεῖνο ὡστόσο πού προκύπτει ὡς συμπέρασμα ἀπό τή μελέτη τοῦ συγκεκριμένου ὑλικοῦ εἶναι ὁ ἰδιαίτερος ρόλος, τόν ὁποῖο φαίνεται νά διαδραματίζει ἡ Θεοτόκος στήν ἱστορία τοῦ Ἰησοῦ ἀλλά καί σέ ἐκείνην τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ νά ἐμφανίζεται στά πρῶτα κεφάλαια τοῦ εὐαγγελίου καί στή συνέχεια νά ἐξαφανίζεται, ὅταν πλέον κυριαρχεῖ ὁ Υἱός της, ὅμως ἡ παρουσία της ἐκεῖ ἔχει οὐσιαστική σημασία γιά ὅσα θά ἀκολουθήσουν. Ἐπιπλέον αὐτό πού θα προκύψει ἀπό τήν ἀνάλυση, πού ἀκολουθεῖ, εἶναι ὅτι στίς σχετικές μέ τή μητέρα τοῦ Κυρίου περικοπές τοῦ εὐαγγελίου ἀπαντοῦν ὅλα τά βασικά στοιχεῖα τῆς θεολογίας τοῦ κατά Λουκᾶν, ὅπως γιά παράδειγμα ἡ κατανόηση ὅλων τῶν γεγονότων τοῦ παρελθόντος καί τοῦ παρόντος μέσα στήν προοπτική ἑνός σχεδίου τῆς Θείας Οἰκονομίας, ἡ οἰκουμενική διάσταση τοῦ σχεδίου τῆς σωτηρίας, ἡ παρουσία τῶν γυναικῶν μεταξύ τῶν μαθητῶν τοῦ Ἰησοῦ καί στήν πρώτη Ἐκκλησία, τό ἐνδιαφέρον γιά τίς ἀδύναμες καί περιθωριοποιημένες ὁμάδες, ἡ ἔμφαση στήν προσευχή καί στήν ὑπακοή.

Ἐκτός ἀπό τά περιστατικά πού ἤδη μαρτυροῦνται ἀπό τούς Μᾶρκο καί Ματθαῖο καί στά ὁποῖα ἔγινε ἤδη ἀναφορά, ἡ Θεοτόκος ἐμφανίζεται στά πρῶτα μόνο κεφάλαια τοῦ εὐαγγελίου, τά ὁποῖα ἀφοροῦν στή σύλληψη, στή γέννηση καί στήν παιδική ἡλικία τοῦ Ἰησοῦ καί τά ὁποῖα παραδίδονται μόνο ἀπό τό Λουκᾶ. Στό ἴδιο ἰδιαίτερο ὑλικό του ἀνήκει κι ἕνας μακαρισμός της στό Λουκ. 11, 27-28. Τά κεφάλαια 1 καί 2 τοῦ εὐαγγελίου παρουσιάζουν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἀπό πλευρᾶς ὀργάνωσης τοῦ ὑλικοῦ τους. Μέσα ἀπό μία σειρά ἀριστοτεχνικῶν συγκρίσεων, παράλληλων διηγήσεων καί ἔμμεσων ἀναφορῶν σέ πρόσωπα καί γεγονότα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀναδεικνύεται μέ σαφήνεια ἡ οὐσιαστικῆς σημασίας συμβολή της καί ἡ ξεχωρι- στή της θέση στό σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας.
Ἐπιπλέον ἐμφανίζεται ὡς μία γυναίκα μέ προσωπικότητα ἀλλά καί μέ ρίζες βαθειές μέσα στήν πίστη τοῦ Ἰσραήλ. Ἔτσι στά δύο πρῶτα κεφάλαια ὁ εὐαγγελιστής παρουσιάζει δύο ἱστορίες νά κινοῦνται παράλληλα: τοῦ Ἰωάν νη τοῦ Βαπτιστῆ καί τοῦ Ἰησοῦ. Δύο εὐαγγελισμοί καί δύο γεννήσεις λαμβάνουν χώρα: ὁ Γαβριήλ ἐπισκέπτεται ἀρχικά τόν Ζαχαρία, ἱερέα καί μελλοντικό πατέρα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ (1, 5-26) καί στή συνέχεια τήν Μαρία παρθένο στήν πόλη Ναζαρέτ, καί συγγενή τῆς συζύγου τοῦ Ζαχαρία Ἐλισάβετ (1, 27-38) κι ἀκολουθοῦν ἡ γέννηση τοῦ Ἰωάννη (1, 57-80) καί τοῦ Ἰησοῦ (2, 1-20). Ἀπό τόν τρόπο πού παρουσιάζονται τά γεγονότα καθίσταται σαφές ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι κατά πολύ ἀνώτερος ἀπό τόν Ἰωάννη: εἶναι «μέγας» καί «υἱός τοῦ ὑψίστου» (1, 32) κι ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, θά γεννηθεῖ μέ τήν ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μπορεῖ βέβαια ἡ γέννηση τοῦ Ἰωάννη νά ἀποτελεῖ ἕνα παράδοξο γεγονός, ἀφοῦ οἱ γονεῖς του εἶναι ἤδη σέ προχωρημένη ἡλικία (1, 18) κι ἡ μητέρα του ἐπιπλέον ἀδυνατεῖ νά συλλάβει (1, 36), ἀλλά ἡ σύλληψη κι ἡ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἕνα γεγονός πέρα ἀπό κάθε ἀνθρώπινη δυνατότητα, διότι εἶναι ὁ καρπός τῆς ἐπενέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σέ μία παρθένο (1, 34-35). Ὅμως καί ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ ἀναδεικνύεται μέσα ἀπό τή σύγκριση κατά πολύ ἀνώτερη. Ἐνῶ ὁ Ζαχαρίας ἀντιμετωπίζει τό χαρούμενο μήνυμα τοῦ ἀγγέλου μέ δικαιολογημένη δυσπιστία καί γι’ αὐτό τοῦ ἐπιβάλλεται σιωπή μέχρι τή γέννηση τοῦ γιοῦ του, ἡ Μαριάμ ὡς γνήσιο τέκνο τοῦ Ἰσραήλ ἀποδέχεται μέ ἐμπιστοσύνη καί ἁπλότητα τίς ἐξηγήσεις τοῦ Γαβριήλ καί τόν παράδοξο ἀλλά καί δύσκολο ρόλο της (1, 38: «ἰδοὺ ἡ δούλη κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμα σου»). Ἐνῶ ὁ Ζαχαρίας σιωπᾶ γιά νά ἐκφρασθεῖ μέσα ἀπό ἕνα δοξολογικό καί προφητικό ὕμνο μόνο μετά τή γέννηση τοῦ Ἰωάννη, ἡ Μαριάμ ξεσπᾶ σέ ἕναν ὕμνο δοξολογίας καί χαρᾶς ἤδη στήν ἀρχή τῆς ἐγκυμοσύνης της, ἐνῶ λίγο πρίν ἡ Ἐλισάβετ γεμάτη ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα εὐλογεῖ τή συγγενή της καί μητέρα τοῦ κυρίου της (1, 43). Ἐπιπλέον καί σέ ἀντίθεση πρός τίς ἀντιρρήσεις τοῦ Ζαχαρία ἐπανειλημμένα σημειώνεται στά πρῶτα αὐτά κεφάλαια ὅτι ἡ Μαριάμ παρακολουθεῖ τά θαυμαστά γεγονότα πού λαμβάνουν χώρα καί σχετίζονται μέ τό παιδί της καί τά κρατᾶ «ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (2, 19. 51). Τό ρῆμα «συμβάλλειν», πού χρησιμοποιεῖ ὁ εὐαγγελιστής στό 2, 19 («ἡ δὲ Μαριὰμ πάντα συνετήρει τὰ ῥήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς»), δηλώνει ἀκριβῶς ὅτι, ἀντίθετα μέ τούς γύρω της (ποιμένες, διδασκάλους, Ἰωσήφ κ.ἄ.), πού ἁπλά ἐκδηλώνουν τήν ἔκπληξη καί τόν θαυμασμό τους, ἀλλά δέ φαίνεται νά ἀντιλαμβάνονται τί ἀκριβῶς συμβαίνει, ἡ Θεοτόκος εἶναι σέ θέση νά κατανοήσει τό βαθύτερο περιεχόμενο τῶν γεγονότων, διότι ἔχει ἤδη προηγηθεῖ ἡ συνάντησή της μέ τόν Γαβριήλ καί ἡ συγκατάθεσή της νά ἐκτελέσει τήν ἀποστολή πού τῆς ἀνατέθηκε. Ἔτσι δηλώνεται ὁ ἰδιαίτερος ρόλος της μέσα στό ἔργο τῆς σωτηρίας πάντων τῶν λαῶν. Ἡ Θεοτόκος δέν εἶναι ἕνα ἄβουλο πιόνι μέσα σέ ἕνα σχέδιο σωτηρίας μίας παντοδύναμης θεότητας, ἀλλά ἀποδεικνύεται πρόθυμη καί ταυτόχρονα ταπεινή συνεργάτις τοῦ Ὑψίστου στό ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπινου γένους.

Αὐτό τό τελευταῖο τήν καθιστᾶ ἐπίσης, ὅπως σημειώνει μέ ἔμμεσο τρόπο ὁ εὐαγγελιστής, γνήσιο μέλος τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Τό ὕφος πού υἱοθετεῖ ἐδῶ ὁ Λουκᾶς - τό ὁποῖο μιμεῖται ἐκεῖνο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης - καί τό λεξιλόγιο, πού χρησιμοποιεῖ, παραπέμπουν σέ πρόσωπα καί γεγονότα τοῦ ἱεροῦ παρελθόντος τοῦ Ἰσραήλ καί τοποθετοῦν ἔτσι τή Θεοτόκο μέσα στήν ἱστορία τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ. Ἡ γλῶσσα καί τό ὕφος γιά παράδειγμα στόν ὕμνο τῆς Μαριάμ κατά τή συνάντησή της μέ την Ἐλισάβετ (1, 46-55) σαφῶς ἀνακαλεῖ στή μνήμη τῶν ἀναγνωστῶν τοῦ εὐαγγελίου τόν ὕμνο τῶν Ἰσραηλιτῶν (Ἔξ 15, 1-21) μετά τήν θαυμαστή διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας καί τόν εὐχαριστήριο ὕμνο τῆς μητέρας τοῦ Σαμουήλ Ἄννας (1 Βασ 2, 1-10), ὅταν ὁ Θεός εἰσάκουσε τίς προσευχές της καί τῆς χάρισε υἱό. Ἡ λογοτεχνική δομή τοῦ κειμένου ἐδῶ ἔχει λοιπόν σαφῶς μία βαθύτερη θεολογική σημασία· παραπέμπει, πρῶτον, σέ ἀνάλογα παραδείγματα ἀπό τήν ἱερή ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ, τά ὁποῖα συνδέονται ἄμεσα μέ τήν ἱστορία τῆς Θείας Οἰκονομίας καί ἐντάσσει, δεύτερον, τά γεγονότα πού ἐδῶ περιγράφονται (εὐαγγελισμό, σύλληψη καί γέννηση τοῦ Ἰησοῦ) μέσα σέ αὐτήν ὁδηγώντας ἔτσι σέ μία θεολογική κλιμάκωση.

Ἡ μητέρα ὅμως τοῦ Κυρίου εἶναι ταυτόχρονα μέλος τοῦ νέου λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖον συναπαρτίζουν πλέον ὄχι μόνο τά φυσικά τέκνα τοῦ Ἰσραήλ ἀλλά κι ἐκεῖνοι ἀπό τά ἔθνη, οἱ ὁποῖοι «φοβοῦνται» τόν Κύριο, ἀφοῦ πλέον ἡ σωτηρία ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιά ὅλους τούς λαούς (βλ. τήν προφητεία τοῦ Σαμουήλ στό 2, 30-31: «τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν»). Γιά τήν ἀκρίβεια ἡ Θεοτόκος ἀποτελεῖ τό κατεξοχήν παράδειγμα μέλους αὐτοῦ τοῦ νέου Ἰσραήλ, διότι στό πρόσωπό της συγκεντρώνει ὅλα τά χαρακτηριστικά ἑνός τέτοιου τοῦ ἀνθρώπου: τήν ταπείνωση καί τήν ὑπακοή, τήν πρόθυμη ἐφαρμογή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ἡ φράση μέ τήν ὁποία δηλώνει τήν πλήρη ὑποταγή της στό θέλημα τοῦ Κυρίου (1, 38: «ἰδοὺ ἡ δούλη κυρίου · γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμα σου») ἀποτελεῖ τήν ἴδια στιγμή ὑπόδειγμα ἀληθινῆς προσευχῆς καί παραπέμπει στήν ἀνάλογη φράση («γενηθήτω τὸ θέλημά σου») τῆς Κυριακῆς προσευχῆς πού παρέδωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὡς τύπο προσευχῆς τῶν ἀνθρώπων τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 6, 9-13). Μέ αὐτόν τό ρόλο τῆς Θεοτόκου θά πρέπει να συνδεθοῦν δύο ἐπιπλέον στοιχεῖα: α) ἡ πληροφορία, τήν ὁποία διασώζει ὁ Λουκᾶς στό δεύτερο ἔργο του, στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὅτι ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου ἦταν μέλος τῆς πρώ- της ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας τῶν Ἰεροσολύμων (Πράξ. 1, 14) καί β) ἡ διαβεβαίωση ὅτι τό ὄνομά της θά τό εὐλογοῦν καί θά τό μακαρίζουν ὅλες οἱ ἑπόμενες γενιές (1, 48).
Τό δεύτερο αὐτό σημεῖο παραπέμπει σέ ἕνα ἀκόμη περιστατικό πού διασώζεται μόνο στό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιο στό 11, 27-28. Σέ κάποια στιγμή πού ὁ Ἰησοῦς δίδασκε ἀκούστηκε μία γυναικεία φωνή νά μακαρίζει τή μητέρα του («μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας»). Ὁ Ἰησοῦς ἀνταπαντᾶ σέ αὐτό τό σχόλιο μέ ἕνα νέο μακαρισμό: «μενοῦν μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ θεοῦ καὶ φυλάσσοντες». Ἡ ἀντίδραση τοῦ Ἰησοῦ παραπέμπει στό περιστατικό μέ τήν ἀληθινή οἰκογένειά του, στό ὁποῖο ἤδη ἔγινε ἀναφορά καί τό ὁποῖο παραθέτει καί ὁ Λουκᾶς (8, 19-21). Στήν προκειμένη ὅμως περίπτωση τό κριτήριο πού θέτει ὁ Ἰησοῦς λειτουργεῖ περιεκτικά, διότι οἱ ἀναγνῶστες γνωρίζουν ἤδη ἀπό τά πρῶτα κεφάλαια τοῦ εὐαγγελίου ὅτι ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἕνα κατεξοχήν παράδειγμα τέτοιου μακάριου ἀνθρώπου. Δέν εἶναι ἡ φυσική ὡστόσο σχέση ἐκείνη πού τήν καθιστᾶ μέλος τῆς οἰκογένειας τοῦ Θεοῦ καί μακαρία ἀλλά ἡ τήρηση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἤ ὅπως σημειώνει ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «οὐ γὰρ ἀπωθουμένου ἡ ἀπόκρισις ἦν, ἀλλὰ δεικνύντος ὅτι οὐδὲν αὐτὴν ὁ τόκος ὤνησεν ἄν, εἰ μὴ σφόδρα ἦν ἀγαθὴ καὶ πιστή».
Κλείνοντας τήν παρουσίαση τῆς εἰκόνας τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου στό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιο θά πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι καί ἐδῶ τά θέματα τῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου καί τῆς ἐπενέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στή σύλληψη καί γέννηση τοῦ Ἰησοῦ ἐπαναλαμβάνονται σέ ὅλο τό πρῶτο καί δεύτερο κεφάλαιο τοῦ εὐαγγελίου μέ παρόμοιο τρόπο, ὅπως συνέβη στό κατά Ματθαῖον

Αἰκατερίνη Τσαλαμπούνη (Λέκτορας τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας Α.Π.Θ. )

πηγή : Πνευματική Διακονία,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου